Λέξη | Παράδειγμα | Μετάφραση |
---|---|---|
thinks | ΠαράδειγμαShe thinks of the girls. | ΜετάφρασηΑυτή σκέφτεται τα κορίτσια. |
think | ΠαράδειγμαThe parents think of their children. | ΜετάφρασηΟι γονείς σκέφτονται τα παιδιά τους. |
thought | ΠαράδειγμαIt is not as we thought. | ΜετάφρασηΔεν είναι όπως νομίζαμε. |
thinking | ΠαράδειγμαWhat are you thinking of your new job? | ΜετάφρασηΤι σκέφτεσαι για τη νέα σου δουλειά; |
think | ΠαράδειγμαShe is going to think that I am tired. | ΜετάφρασηΑυτή πρόκειται να σκεφτεί ότι είμαι κουρασμένος. |
Person | Present | Past |
I | think | thought |
he/she/it | thinks | thought |
you/we/they | think | thought |